Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
νεωδόχος — η ειδικός χώρος σε λιμάνι με προβλήτες και άλλες εγκαταστάσεις για την ευκολότερη φόρτωση και εκφόρτωση τών πλοίων, αλλ. νηοδόχος, νηοδόκη, κν. ντοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + δόχος (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
ντόκος — (I) ο είδος λευκού υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. duck < ολλ. doec «ύφασμα»]. (II) ο βλ. ντοκ … Dictionary of Greek
Οσάκα — Πόλη (2 636 249 κάτ.) της νοτιοδυτικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.869 τ. χλμ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Γιόντο ο οποίος, καθώς χωρίζεται σε διάφορους βραχίονες συνδεδεμένους μεταξύ τους με διώρυγες,… … Dictionary of Greek